ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΠΑΜΕ ΠΙΟ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΙΚΑΓΟ…
Η κατάσταση στο Σικάγο: 1860-1890
Για να γίνει αντιληπτό το περιβάλλον στο οποίο έδρασε το συνδικαλιστικό κίνημα της εποχής πρέπει να σημειώσουμε κάποια πράγματα για το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον της περιόδου εκείνης. Το Σικάγο, την περίοδο που αναφερόμαστε ήταν ένας διεθνής πόλος έλξης εργατικού δυναμικού. Κάθε δέκα χρόνια από το 1860 μέχρι το 1890 ουσιαστικά διπλασίαζε τον πληθυσμό του εξαιτίας της αθρόας μετανάστευσης βασικά Ευρωπαίων οικονομικών μεταναστών κυρίως από τη Γερμανία, Ιρλανδία, τη Τσεχία, τις Σκανδιναβικές χώρες κ.α. Τη δεκαετία του 1870 οι μετανάστες αποτελούσαν το 40% του πληθυσμού και το 56% του εργατικού δυναμικού ενώ τη δεκαετία του 1880 μόλις το ένα πέμπτο των κατοίκων του Σικάγο ήταν γηγενείς προτεστάντες. Μεγάλο μέρος της ομάδας των αναρχικών εργατών μεταξύ των οποίων και εκείνοι που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην στρατολόγηση, προπαγάνδιση και οργάνωση των εργατών ήταν μετανάστες από τη Γερμανία (όπως π.χ. ο Όγκαστ Σπάις, ο Γιόχαν Μόστ, ο Μάικλ Σουάμπ). Οι μετανάστες εργάτες οργανώθηκαν κοινωνικά συστήνοντας αντίστοιχες γειτονιές.
Τα καπιταλιστικά κέρδη φυσικά δεν μοιράζονταν με αποτέλεσμα το Σικάγο να αποτελεί ουσιαστικά δύο πόλεις, μια για τους πλούσιους προνομιούχους και μια για τους φτωχούς, άνεργους ή εργαζόμενους εργάτες. Οι οικονομικές κρίσεις επίσης δεν έλειπαν μέσα σε αυτά τα χρόνια και κατά τη διάρκειά τους η ανεργία και η ανέχεια τσάκιζε τους εργάτες. Οι εργατικές διεκδικήσεις αντιμετωπίστηκαν ήδη από τα χρόνια του εμφυλίου με καταστολή. Εξαναγκασμός για επιστροφή στη δουλειά από το στρατό, μαύρες λίστες για τους συνδικαλισμένους εργάτες και ταμπέλες εθνοπροδοσίας για τους απεργούς.
Οι απαρχές του αιτήματος για το 8ωρο
Οι απαρχές του αιτήματος για 8ωρη εργασία εντοπίζονται τη δεκαετία του 1860 εν μέσω του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου. Ο χαρισματικός συνδικαλιστής και πρόεδρος της Διεθνούς Ένωσης Μεταλλεργατών Γουίλιαμ Χ. Σέλβις κατήγγειλε τους βιομηχάνους μετάλλου για υπερκέρδη λόγω του πολέμου ενώ ταυτόχρονα έδιναν μισθούς πείνας στους μεταλλεργάτες. Η καθιέρωση της 8ωρης εργασίας δεν θα βελτίωνε απλώς την ποιότητα ζωής των εργατών αλλά θα τους παρείχε τον απαραίτητο ελεύθερο χρόνο για την μόρφωσή τους με σκοπό να είναι σε θέση να δημιουργήσουν ένα συνεταιριστικό σύστημα παραγωγής που θα καταργούσε το καταναγκαστικό και ανταγωνιστικό καπιταλιστικό σύστημα. Οι ιδέες αυτές είχαν σχηματοποιηθεί από τον εργατοτεχνίτη Άιρα Στιούαρτ ο οποίος προσέβλεπε στη χειραφέτηση του μισθωτού εργάτη. Μαζί με τους οπαδούς του ο Στιούαρτ ιδρύει συνδέσμους για το 8ωρο και το 1866 ιδρύονται η Εθνική Ένωση Εργασίας και ο Γενικός Σύνδεσμος για το 8ωρο στο Σικάγο. Στα συνέδρια της ΕΕΕ διακηρύσσεται η εργατική ενότητα μακριά από διακρίσεις ράτσας ή εθνικότητας. Με τη συντονισμένη πίεση προς το Ρεπουμπλικανικό και δημοκρατικό κόμμα πετυχαίνεται η νομοθέτηση της οκτάωρης εργασίας. Ο νόμος αυτός ωστόσο δε θα εφαρμοζόταν ποτέ. Την ημέρα της υποτιθέμενης εφαρμογής του, 1 Μαΐου 1867, οι εργοδότες αρνήθηκαν μονομερώς την εφαρμογή του και οι απεργίες και πορείες που εκδηλώθηκαν σε απάντηση κατεστάλησαν βίαια με τη χρήση εθνοφρουράς και αστυνομίας.
Μετά την ήττα του 1867 και λίγο μετά το θάνατο του Σίλβις ο αγώνας για το οκτάωρο ατόνησε. Στα χρόνια που ακολούθησαν σημειώθηκαν αγώνες από ανέργους με το πρωτοφανές τότε αίτημα για το «δικαίωμα στην εργασία» και με μαχητικές κινητοποιήσεις για την κατάργηση του νόμου κλεισίματος των μπαρ τις Κυριακές.
Οι απεργίες των σιδηροδρομικών του 1877
Το καλοκαίρι του 1877 ξεσπάει απεργία στο Μάρτινσμπουργκ της Δυτικής Βιρτζίνια απο μηχανοδηγούς τρένου που αντιδρούσαν σε περικοπές μισθών. Οι απόπειρες απεργοσπασίας από την εθνοφρουρά οδήγησαν στο θάνατο έναν εργάτη και έναν εθνοφρουρό. Οι ταραχές επεκτείνονται στη Βαλτιμόρη όπου δολοφονούνται ακόμη 10 εργάτες από την εθνοφρουρά. Η πόλη στρατιωτικοποιήθηκε πλήρως με εθνοφρουρά και οπλισμένους πολίτες-βοηθούς αστυνόμων. Η καταστολή υπήρξε αμείλικτη. 30 νεκροί απεργοί μεταξύ τους και παιδιά και καμία απώλεια για τις δυνάμεις καταστολής. Επρόκειτο για τη μεγαλύτερη εξέγερση μετά τον εμφύλιο η οποία θα προκαλούσε την αναβάθμιση των δυνάμεων καταστολής, αριθμητικά και τεχνολογικά. Ακολούθησαν εκλογικές αναμετρήσεις στο δήμο. Οι εκλογικές ήττες του Πάρσονς αλλά και νοθείες τον έκαναν να θυμηθεί αργότερα πως «τότε ήταν που άρχισα να αντιλαμβάνομαι τη ματαιότητα της πολιτικής μεταρρύθμισης».
H Πρωτομαγιά στην Ελλάδα (1893-1936)
Η πρώτη Πρωτομαγιά στην Ελλάδα γιορτάστηκε το 1893, με πρωτοβουλία του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου του Σταύρου Καλλέργη. Μετά το 1894, και για αρκετό χρονικό διάστημα δε φαίνεται να υπήρξαν εορτασμοί της Εργατικής Πρωτομαγιάς με συγκεντρώσεις. Η πρώτη οργανωμένη και μαζική εργατική Πρωτομαγιά γιορτάστηκε το 1919. Αυτή που βάφτηκε με το αίμα των εργατών ήταν του 1936 στη Θεσσαλονίκη…
Ήταν 1η Μαΐου του 1936 όταν οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης αποφασίζουν να κατέβουν σε απεργία για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους. Μέσα σε λίγες μέρες το απεργιακό κύμα είχε εξαπλωθεί σε Ξάνθη, Αγρίνιο, Κομοτηνή, Σέρρες και Ελευσίνα και η απεργία είναι πλέον πανεργατική. Ο Μεταξάς, σε επίσκεψη του στη Θεσσαλονίκη είναι απόλυτος: οι Αρχές πρέπει να χτυπήσουν τους διαδηλωτές στο ψαχνό. Η απεργία συνεχίζεται και στις 9 του Μάη στη διασταύρωση Εγνατίας και Βενιζέλου από τις σφαίρες των οργάνων της τάξης πέφτει νεκρός ο οδηγός Τάσος Τούσης. Οι διαδηλωτές εξοργισμένοι τοποθετούν το νεκρό πάνω σε μια πόρτα και τον περιφέρουν στους δρόμους της πόλης σε μια ιδιότυπη «λιτανεία» καταγγελίας, διαμαρτυρίας και αντίστασης. Οι νεκροί θα φτάσουν τους 12 και οι τραυματίες τους 300.
ΑΣ ΠΙΑΣΟΥΜΕ ΞΑΝΑ ΤΟ ΝΗΜΑ ΤΩΝ ΑΓΩΝΩΝ…
Σήμερα…
Στις μέρες μας, 128 χρόνια μετά την εξέγερση των εργατών στο Σικάγο και την κατάκτηση με το αίμα τους εργατικών δικαιωμάτων όπως το 8ωρο, βιώνουμε μια άνευ προηγουμένου επιστροφή στην πριν της πρωτομαγιάς του 1886 εποχή. Η επέλαση του νεοφιλελεύθερου και παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, ξηλώνει κατακτήσεις που είχαν κερδηθεί με αγώνες από την εργατική τάξη σε όλο το ιστορικό προτσές. Το κράτος και το κεφάλαιο, όμως, περνάνε σαν οδοστρωτήρας πάνω από τις ζωές των από τα κάτω, εκμεταλλευόμενοι την απουσία ενός ισχυρού εργατικού κινήματος. Συγκεκριμένα, στον ελλαδικό χώρο και κατά τη μεταπολίτευση, τα σωματεία και στους τρεις βαθμούς τους, γέμισαν από γραφειοκράτες συνδικαλιστές, απεσταλμένους από τα κόμματα τους εργατοπατέρες, οι οποίοι έπαιξαν, και όσο τους αφήνουμε θα συνεχίζουν να παίζουν, το ρόλο του ξεπουλήματος των εργατικών αγώνων. Πρωτοβάθμια σωματεία που θα έπρεπε να είναι το ζωντανό κύτταρο της πάλης των εργαζομένων, έχουν μετατραπεί σε σωματεία-σφραγίδες για να αναπαράγουν τη θέση τους κάποια κομματικά και συνδικαλιστικά στελέχη και να διαιωνίζουν μεταξύ τους την εξουσία τους σε όλους τους βαθμούς της συνδικαλιστικής πυραμίδας. Όπως είναι προφανές, τα απονεκρωμένα συνδικάτα και τα επίσης άδεια εργατικά κέντρα, όχι μόνο δεν μπορούν να είναι εστίες εργατικής αντίστασης αλλά ακόμα περισσότερο ο σφετερισμός τους από τους γραφειοκράτες εργατοπατέρες συνεχίζει το καταστροφικό έργο, καθώς οι από τα κάτω της κοινωνίας δεν βρίσκουν τον εαυτό τους μέσα σε αυτά. Επιπροσθέτως, μόνοι τους πλέον, μια χούφτα συνδικαλιστών, έχουν όλη την άνεση, ελλείψει της απουσίας της βάσης, να συνομιλούν με τα αφεντικά, με τα κεντρικά γραφείων των κομμάτων τους, και να ξεπουλάνε εργατικούς αγώνες, να μην αγωνίζονται όπως είναι φυσικό για συλλογικές συμβάσεις εργασίας και για τα δικαιώματα των εργαζομένων και να μην επιδιώκουν δυναμικές απεργίες με ορίζοντα την γενική απεργία διαρκείας, παρά μόνο κάτι 24ωρες απεργίες-τουφεκιές που μόνο ως βαλβίδα αποσυμπίεσης μπορούν να λειτουργήσουν.
Με βάση τα παραπάνω, το εργατικό κίνημα της γραφειοκρατίας και της διαχείρισης έχει πεθάνει. Σήμερα βλέπουμε μόνο το σάπιο κουφάρι του. Κανένας εργαζόμενος δεν πιστεύει πια στους γραφειοκράτες, κανένας δεν περιμένει πια τίποτα από αυτούς. Έτσι και αυτοί, φοβισμένοι για την κοινωνία που τους φτύνει γίνονται απροκάλυπτα τσιράκια των αφεντικών και της αστυνομίας, σύμμαχοι του κράτους και της καταστολής. Για εμάς, ως αναρχικοί, τα σωματεία πρέπει να λειτουργούν με οριζόντιες δομές, πραγματικά από τις μαζικές συνελεύσεις των εργατών και τα εργατικά κέντρα να αυτοδιαχειρίζονται από αυτούς στους οποίους ανήκουν, δηλαδή την ίδια την εργατική τάξη. Τέτοιες κινήσεις και πρωτοβουλίες, ξεπηδάνε σιγά σιγά πανελλαδικά, με σωματεία βάσης και πρωτοβάθμια σωματεία που λειτουργούν με αυτές τις αρχές και ανοίγουν τον δρόμο για έναν μαχητικό, αυτοοργανωμένο συνδικαλισμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο το τελευταίο διάστημα ένας κόσμος λειτουργεί μέσα στο εργατικό κέντρο Πάτρας αλλά και η αντίδραση των γραφειοκρατών απέναντι σε αυτή τη νέα συνθήκη.
Το κτίριο του Εργατικού Κέντρου Πάτρας ανήκει στους εργαζόμενους και τους άνεργους, στην κοινωνία των από τα κάτω, σε όλους τους κατοίκους αυτής της πόλης που στον διαρκή ταξικό πόλεμο βρίσκονται και πολεμούν από την πλευρά των καταπιεσμένων. Το κτίριο κτίστηκε και λειτουργεί από τον ιδρώτα και τα λεφτά των εργαζομένων που για δεκαετίες δίνουν τις εισφορές τους στα σωματεία τους, από τα ιδρώτα όλης της κοινωνία των από τα κάτω που καθημερινά στενάζει και υποφέρει κάτω από τη μπότα των αφεντικών. Το συνδικαλιστικό κίνημα, που γεννήθηκε μέσα από τους αγώνες των εργατών τους προηγούμενους δύο αιώνες και κατέκτησε ζωή και αξιοπρέπεια, για δεκαετίες πέρασε στα χέρια της σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης, της γραφειοκρατίας, της ανάθεσης. Ο καιρός όμως της μεσολάβησης που όλοι περίμεναν τις διαπραγματεύσεις των γραφειοκρατών με τα αφεντικά για να πάρουν μερικά ψίχουλα από την υπεραξία της δικής τους εργασίας πέρασε ανεπιστρεπτί. Σήμερα ο αντίπαλος έχει σηκωθεί από το τραπέζι, το κράτος με τα αφεντικά (εθνικά και υπερεθνικά) νομοθετούν μονομερώς τη φτώχεια μας. Στο κτίριο του εργατικού κέντρου Πάτρας εκτός από κάτι γραφικούς εργατοπατέρες -μετρημένους στα δάκτυλα- οι μόνες ζωντανές συνελεύσεις είναι αυτές που διοργανώνονται στη βάση της αυτοοργάνωσης, της αντιεραρχίας, της ανοιχτής συμμετοχής, της άμεσης και αδιαμεσολάβητης δράσης. Δομές που σιγά σιγά πιάνουν το νήμα ιστορικών αγώνων της εργατικής τάξης σε άλλες εποχές. Απέναντι στη ζωντανή ανοιχτή συμμετοχή αυτών των συνελεύσεων, που αποφάσισαν να μπουν στο κτίριο όταν η εξουσία επέλεξε να σφραγίσει ζωντανούς και ιστορικούς χώρους αγώνα, η ηγεσία του Εργατικού Κέντρου απάντησε προσπαθώντας να αποβάλει εργαζόμενους και άνεργους από το φυσικό τους χώρο. Πρώτα με γραφειοκρατικές νουθεσίες, με λεκτικές απειλές, με παρακρατικές μεθοδεύσεις, με ασφαλίτικες ανακοινώσεις. Όλα αυτά όμως δεν τους πέρασαν. Η αντίσταση του κόσμου και η στοιχειώδης αλληλεγγύη των υποκειμένων αντιστάθηκε και κέρδισε έμπρακτα το δικαίωμά του να δρα και να λειτουργεί στο κτίριο. Έτσι η συνδικαλιστική γραφειοκρατία αποφάσισε -μέσα σε μια νύχτα- να παραδώσει τμήμα του χώρου σε μια επιχείρηση καφέ. Το συνδικαλιστικό κίνημα που υποτίθεται ότι αντιστέκεται στις ιδιωτικοποιήσεις δεν δίστασε να ιδιωτικοποιήσει τον ίδιο του τον εαυτό, το κτίριο του, ρίχνοντας και το τελευταίο φύλο συκής για το ρόλο του. Το εργατικό κέντρο που υποτίθεται ότι δρα για τα συμφέροντα των εργαζομένων δεν δίστασε να βάλει αφεντικά μέσα στο ίδιο του το χώρο. Είναι προφανές ότι έστω και συμβολικά αυτό το μόρφωμα είναι για εμάς οριστικά νεκρό. Σήμερα που ο συνδικαλισμός της ανάθεσης και της γραφειοκρατίας πεθαίνει, σήμερα που η επίθεση των αφεντικών οδηγεί τους εργαζόμενους αιώνες πίσω είναι προφανές ότι απαιτείται να πιάσουμε ξανά των ιστορικό νήμα των αγώνων οργανώνοντας την εργατική αντίσταση από την αρχή. Με νέες οριζόντιες και αμεσοδημοκρατικές δομές να αγκαλιάσουμε όλους τους εργαζόμενους και ανέργους, Έλληνες και ξένους, στον κοινό αγώνα ενάντια στα αφεντικά.
“Μισώ και πολεμάω όχι τον καπιταλιστή σαν άτομο, αλλά το σύστημα που του δίνει τα προνόμιά του. Η μεγαλύτερή μου επιθυμία θα ήταν να μπορέσουν να αναγνωρίσουν οι εργάτες ποιοι είναι οι φίλοι τους και ποιοι οι εχθροί τους”. Τζωρτζ Ένγκελ
ΤΑ ΕΡΓΑΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΑΝΤΙΣΤΕΚΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΟΧΙ ΣΤΟΥΣ ΞΕΠΟΥΛΗΜΕΝΟΥΣ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΕΣ
ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ–ΑΥΤΟΟΡΓΑΝΩΣΗ-ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑΞΙΚΗ ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Πρωτοβουλία αναρχικών για ένα άλλο Εργατικό Κέντρο